ψένω

ψένω
βλ. ψήνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψένω — Ν βλ. ψήνω …   Dictionary of Greek

  • ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …   Dictionary of Greek

  • ψήνω — και ψένω έψησα, ψήθηκα, ψημένος 1. εκθέτω κάτι στην επίδραση της φωτιάς, το ψήνω: Ψήθηκε το γλυκό. 2. βράζω: Θα σου ψήσω ένα καφεδάκι. 3. θερμαίνω κάτι πολύ: Ψήνεται από τον πυρετό. 4. το παθ., ψήνομαι στους καρπούς σημαίνει γίνομαι ώριμος. 5. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”